απροειδοποίητος

απροειδοποίητος
η , ο [ος , ον ]
1) непредупреждённый, не- извещённый (о человеке); 2) сделанный без предупреждения; неожиданный, внезапный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απροειδοποίητος" в других словарях:

  • απροειδοποίητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προειδοποιήθηκε για κάτι: Ήμουν εντελώς απροειδοποίητος για τον ερχομό σου. 2. αυτός που έγινε χωρίς προειδοποίηση: Η άφιξη του νομάρχη ήταν απροειδοποίητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροειδοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ενημερωθεί από πριν 2. αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ανειδοποίητος — η, ο μη ειδοποιημένος, απροειδοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αιφνιδιασμός — ο 1. ξαφνική εμφάνιση: Ο απροειδοποίητος ερχομός του ήταν αιφνιδιασμός. 2. απροσδόκητη ενέργεια στον πόλεμο για να προκληθεί σύγχυση στον αντίπαλο: Ο αιφνιδιασμός μας είχε μόνο μερική επιτυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»